- τετραρχικός
- τετραρχ-ικός, ή, όν,A of a tetrarch,
τὸ τ. γένος Str. 12.3.37
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ τ. γένος Str. 12.3.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραρχικός — ή, όν, Α [τετράρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τετράρχη … Dictionary of Greek
τετραρχικοῦ — τετραρχικός of a tetrarch masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)